λειανίζω

λειανίζω
[λειανός]
1. κατατεμαχίζω, κατακόπτω («λειάνισε το κρέας»)
2. κατασφάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κιιντίζω — κόβω το κρέας ώστε να γίνει κιμάς, λειανίζω, κιμαδιάζω το κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αορ. kiydim τού τουρκ. ρ. kiymak «κόβω, λειανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αλειάνιστος — η, ο [λειανίζω] αυτός που δεν λειανίστηκε ή δεν μπορεί να λειανιστεί, να κοπεί σε κομμάτια, ατεμάχιστος …   Dictionary of Greek

  • αποτεμαχίζω — (Α ἀποτεμαχίζω) νεοελλ. κόβω ένα σύνολο σε τεμάχια, κομματιάζω, πετσοκόβω, λειανίζω αρχ. κόβω κομμάτι από ένα σύνολο …   Dictionary of Greek

  • διαξύω — (Α διαξύω) [ξύω] αυλακώνω ή ρυτιδώνω επιφάνεια αρχ. κατατεμαχίζω, λειανίζω …   Dictionary of Greek

  • κατατεμαχίζω — (Μ κατατεμαχίζω) κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω, λειανίζω μσν. μέσ. κατατεμαχίζομαι χωρίζω σε μικρά κομμάτια …   Dictionary of Greek

  • κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… …   Dictionary of Greek

  • κοπανίζω — (ΑM κοπανίζω) [κόπανον] χτυπώ με τον κόπανο νεοελλ. φρ. «κοπανίζω αέρα» αερολογώ ή κάνω ανόητες πράξεις νεοελλ. μσν. 1. χτυπώ κάτι στο γουδί και τό συντρίβω, λειανίζω, στουμπίζω, κατακερματίζω, θρυμματίζω («κοπάνισε καλά τα καρύδια») 2. χτυπώ… …   Dictionary of Greek

  • λειάνισμα — το [λειανίζω] 1. κόψιμο σε πολύ μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός 2. σφαγιασμός …   Dictionary of Greek

  • λειανός — ή, ό 1. λεπτός, λιγνός, ισχνός («λειανά δάχτυλα») 2. το ουδ. ως ουσ. τα λειανά κέρματα, ψιλά 3. φρ. «κάνε μού τα λειανά» ή «δεν μού τά κάνεις λειανά;» εξήγησέ μου λεπτομερώς, δώσε μου περισσότερες εξηγήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λείος + κατάλ. ανός,… …   Dictionary of Greek

  • λεπτοτομώ — (AM λεπτοτομῶ, έω) κόβω σε μικρά τεμάχια, κομματιάζω, λειανίζω, κονιοποιώ («τῆς κόνεως, ἣν ἡ γῆ λεπτοτομοῡσα ἀναπέμπει», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + τομῶ (< τόμος < τέμνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”